χαρῇ, νὰ
Ερμηνεία:
[γ΄πρόσωπο ενικού υποτακτικής του ρ. χαίρομαι (είμαι γεμάτος χαρά, είμαι ευχαριστημένος]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) < χαίρω, Καινή Διαθήκη. 74 φορές)]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
…Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|